Στύγα, η χθόνια θεότητα

 Στυγός θεογονία


Η Στύγα [Στύξ] (1) ήταν Νύμφη(2) ή Ωκεανίδα, η "εξοχότατη" από τις κόρες του Ωκεανού και της Τηθύος, (όπως μας πληροφορούν ο Ησίοδος(3) και ο Απολλόδωρος(4), ενώ ο Υγίνος την θέλει κόρη της Νυκτός(5) και του Ερέβους).(6)
 
Από τον Δία απέκτησε την Περσεφόνη(7) και από τον Πάλλαντα την Νίκη, τον Ζήλο, το Κράτος(8)  και την Βία(9) (10) (11) (στους οποίους ο Υγίνος προσέθεσε και την Σκύλλα)(12). Αντίθετα ο Παυσανίας, επικαλούμενος τον Επιμενίδη, ισχυρίζεται ότι η Στύγα δεν ήταν σύζυγος τού Πάλλαντα αλλά του Πείραντα από τον οποίο και απέκτησε την Έχιδνα(13).

Η φρικαλέα Στύγα διέμενε πάντοτε στο ζοφερό κι απόκοσμο βασίλειο του Άδου, στο ξακουστό παλάτι της το φωλιασμένο πάνω σε πανύψηλες θεόρατες ασημένιες κολώνες (14).  Μόνο μια φορά, λέει, ανέβηκε στον Όλυμπο: όταν έσπευσε πρώτη αυτή να βοηθήσει (μαζί με τα παιδιά της) τον Δία στην άγρια και αμφίρροπη μάχη του εναντίον των Τιτάνων. Αυτός ως αντάλλαγμα για τις ανεκτίμητες υπηρεσίες της θα την τιμήσει με υπέρμετρη δύναμη, θα υποχρεώσει τους άλλους θεούς να ορκίζονται στο ιερό πλέον -ακόμη και γι' αυτούς- όνομα της, και θα προσκαλέσει τα παιδιά της να έρθουν να ζήσουν για πάντα μαζί του στο θεϊκό βουνό(15) (16). Το Κράτος και η Βία θα γίνουν έκτοτε μόνιμοι παραστάτες του, πιστοί εκτελεστές των δυναστικών αποφάσεων του: Στον "Προμηθέα Δεσμώτη" του Αισχύλου τους βλέπουμε, στην αρχή του έργου, να σέρνουν τον αιχμάλωτο Τιτάνα και να πιέζουν τον δισταχτικό Ήφαιστο να τον αλυσοδέσει -σύμφωνα με τη ρητή προσταγή του Δία-σφιχτά στον "βράχο του Καυκάσου"(17).

 Ο Στύγιος ποταμός και η λίμνη Στύγα

Η βάπτιση του Αχιλλέως
στα ύδατα της Στυγός
Η Στύγα (ένα από τα πέντε μεγάλα ρεύματα του κάτω κόσμου , παρακλάδι ή ίδια του αρχέγονου Ωκεανού ) αφού περιτριγυρίσει - οριοθετώντας τον - εννιά φορές τον Άδη(18), εισβάλλει στη σκοτεινιά του Τάρταρου πέφτοντας από έναν πανύψηλο απόκρημνο βράχο(19) (όπως μας πληροφορεί ο Ησίοδος σε μια περιγραφή που θυμίζει έντονα την γεωγραφική θέση και της επίγειας Αρκαδικής Στύγας). Πιο πέρα, τα νερά του χθόνιου καταρράκτη σχηματίζουν τον Στύγιο ποταμό και την ομώνυμη λίμνη(20). Ό,τι μέσα τους πέσει αλλοιώνεται, διαλύεται και χάνεται.

Μόνον ο Αχιλλέας (σύμφωνα μ' έναν μεταγενέστερο μύθο που διέσωσε ο Ρωμαίος ποιητής Στάτιος στην "Αχιλληίδα" του) άντεξε την θανατερή δύναμή τους, όταν η Θέτις κρυφά από τον Πηλέα τον βούτηξε μέσα τους και τον κατέστησε έτσι άτρωτο(21) - εκτός φυσικά από το σημείο που τον κράταγε, την διάσημη έκτοτε αχίλλειο πτέρνα.

Την θανατηφόρα δύναμη των στυγερών νερών εκμεταλλεύονταν, σύμφωνα με τον Στράβωνα, και οι φθονεροί Τελχίνες: τα ανακάτευαν με θειάφι και με το μείγμα που προέκυπτε ράντιζαν φυτά και ζώα για να τα καταστρέψουν και να τα αφανίσουν(22).

 Ο Όρκος των Θεών

Μετά την Τιτανομαχία, ο Δίας όρισε να ορκίζονται εφεξής οι Αθάνατοι Θεοί στο "ἄφθιτον ὠγύγιον ὕδωρ", στο αρχέγονο δηλαδή και άφθαρτο νερό της Στύγας.

Λέει ο Ησίοδος: 'Οταν δύο θεοί φιλονικούν, ο Δίας, για να καταλάβει ποιος είναι ο επίορκος, στέλνει την Ίριδα να φέρει από τα Τάρταρα μέσα σε χρυσή υδροχόη λίγο απ' αυτό το φοβερό νερό. Τότε οι αντιμαχόμενοι θεοί πρέπει να πουν τον όρκο χύνοντας ταυτόχρονα λίγο απ' το νερό αυτό στη γη. (Ίσως  και, σύμφωνα με τα έθιμα της τότε εποχής, να έπιναν και λίγο - όπως γλαφυρά υπέθεσαν αργότερα οι Βερνάν και Ντετιέν(23)).

Ο ένοχος, ο ψεύτης θεός, έπεφτε αμέσως κάτω παράλυτος, χωρίς ανάσα και φωνή, χωρίς να μπορεί να φέρει στα χείλη του γι' έναν ολόκληρο "ἐνιαυτόν"  το νέκταρ και την αμβροσία (τις τροφές της αθανασίας). Αλλά και όταν θα έβγαινε από το ετήσιο αυτό κώμα, θα του απαγορευότανε παντελώς για τα επόμενα εννιά χρόνια οποιαδήποτε συμμετοχή στα συμβούλια, στα συμπόσια και στις συναναστροφές των θεών(24). Έτσι λοιπόν, για τους θεούς η Στύγα αντιπροσώπευε ό,τι η Γοργώ για τους ανθρώπους: τον τρόμο και την φρίκη"(25).

Ο όρκος των θεών εμφανίζεται αρκετές φορές στα κείμενα των αρχαίων ποιητών. Η Ἥρα ομνύει στο νερό της Στύγας (μπροστά στον θυμωμένο Δία) στην Ιλιάδα(26)· η Καλυψώ στην Οδύσσεια(27)  (μπροστά στον δύσπιστο Οδυσσέα)· η Λητώ στον ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα(28):
    "ἴστω νῦν τόδε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
    καὶ τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος
    ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι..."
   
    ("Μαρτύροι ἡ γῆς κι ὁ οὐρανὸς ὁ ἀμέτρητος ἀπάνω,
    καὶ τὰ νερὰ ποὺ χύνουνται στὸν Ἄδη ἀπὸ τὴ Στύγα,
    τῶν θεῶν βαρὺς καὶ φοβερὸς αὐτὸς εἶν' ὅρκος πάντα"(29).)

 Η Αρκαδική Στύγα

Τα ύδατα της Στυγός
Η Αρκαδική Στύγα (ὕδωρ της Στυγός(30)), πηγή-καταρράκτης σε απόκρημνη και δύσβατη περιοχή (σημερινή Νεραϊδορράχη) των Αροάνιων ορέων βρίσκεται κοντά στην αρχαία Νώνακρη (πόλη ερειπωμένη ήδη από την εποχή του Παυσανία). Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, ήταν παρακλάδι του ομώνυμου χθόνιου ποταμού του Άδη· και γι' αυτό ασφαλώς οι Αρκάδες συνήθιζαν να ορκίζονται στα νερά της μιμούμενοι τον όρκο των θεών(31).
Τα ψυχρά νερά της πηγής (σημερινό Μαυρονέρι ή Μαυρονέρια) σχηματίζουν χείμαρρο που χάνεται προσωρινά σε καταβόθρες και επανεμφανίζεται πιο κάτω για να ενωθεί με τον Κράθι ποταμό (νυν Ακράτα(32))(33). Ο Ηρόδοτος πάντως δίνει μια ελαφρώς διαφορετική περιγραφή στην εποχή του: "λιγοστό νερό", λέει, "αναβλύζει από βράχο και πέφτει στάλα στάλα σε γούβα, και γύρω γύρω τη γούβα τη ζώνει ξερολιθιά".(34)

Σύμφωνα με έναν μύθο που διέσωσε ο Πτολεμαίος Χέννος, η θεά Δήμητρα για να απαλλαγεί από τον Ποσειδώνα που την είχε ερωτευθεί και την παρενοχλούσε, μεταμορφώθηκε σε φοράδα. Όταν όμως καθρεφτίστηκε στα Ύδατα της Στυγός, ένιωσε απέχθεια για την εικόνα που αντίκρισε και όπως ήταν ταραγμένη έκανε μαύρα τα νερά του ποταμού.(35)

Τα νερά της αρκαδικής Στύγας, σύμφωνα με δοξασίες που μεταφέρει ο Παυσανίας, ήταν θανατηφόρα για ανθρώπους και ζώα. Τα αντικείμενα από γυαλί, κρύσταλλο ή πηλό που έπεφταν μέσα τους ράγιζαν και έσπαζαν· αυτά από κόκκαλο, χαλκό, σίδερο, κασσίτερο, άργυρο ή και χρυσό ακόμη σκούριαζαν και διαλύονταν. Κανένα αγγείο δεν μπορούσε να συγκρατήσει το νερό της Στύγας εκτός κι αν ήταν κατασκευασμένο από οπλή αλόγου.(36)

 Το νερό της Στύγας και ο θάνατος του Μ. Αλεξάνδρου

Αμέσως μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου,  φήμες κυκλοφόρησαν που λέγανε ότι αυτός πέθανε επειδή ήπιε νερό της Στύγας ριγμένο κρυφά από κάποιους στο κρασί του. Η φήμη αυτή μεταφέρεται με επιφύλαξη από τον Αρριανό(37), τον Πλόυταρχο(38) και τον Παυσανία(39), ενώ οι Ρωμαίοι ιστορικοί Κούρτιος Ρούφος(40) και Ιουστίνος(41) είναι μάλλον λιγότερο επιφυλακτικοί.

Ο Πλούταρχος θεωρεί ότι πηγή των διαδόσεων αυτών ήταν η Ολυμπιάδα. Οργανωτής δε της συνομωσίας φέρεται ο Αντίπατρος και εκτελεστές οι γιοί του Κάσσανδρος, Φίλιππος και Ιόλλας (που ήταν ο οινοχόος του Αλεξάνδρου). Μεταξύ των συνωμοτών αναφέρεται και ο Αριστοτέλης είτε ως σύμβουλος (Πλούταρχος) είτε ως ο προμηθευτής του δηλητηρίου (Αρριανός).

Η φήμη αυτή γνώρισε κάποια δημοσιότητα ξανά στις μέρες μας όταν σε διεθνές συνέδριο της Βαρκελώνης τοξικολόγοι του Πανεπιστημίου Στάφορντ ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα μιας έρευνας στην περιοχή της Αρκαδικής Στύγας. Σύμφωνα μ' αυτήν, ασβεστολιθικά πετρώματα που βρίσκονται στην περιοχή του Μαυρονερίου περιέχουν ένα βακτήριο που παράγει τοξίνη ικανή να προκαλέσει πυρετό, αφωνία και παράλυση· περιγραφή που θυμίζει τόσο τα προθανάτια συμπτώματα του Μ. Αλεξάνδρου, όσο και τις επιδράσεις που είχε (κατά τον μύθο) στους επίορκους θεούς το ύδωρ της Στυγός.(42)

 Στυξ η κουκουβάγια

Στο Λεξικόν του Ησυχίου, με το όνομα στύξ  αναφέρεται και ένα είδος μπούφου ή κουκουβάγιας(43). Η κουκουβάγια ήταν άλλωστε σύμβολο των χθόνιων θεών, το σκοτεινό πουλί της Στύγας, όπως λέει ο Οβίδιος(44).

Το πουλί στύξ  αναφέρει και ο μυθογράφος Αντωνίνος Λιβεράλις στις "Μεταμορφώσεις"  του: ο Ερμής αφού τιμώρησε κατ' εντολή του Δία τους γιούς της Πολυφόντης, επειδή ήταν άγριοι με τους ανθρώπους και ασεβείς προς τους θεούς, μεταμόρφωσε και την ίδια στο νυχτοπούλι στύγα που τις νύχτες κρώζει προαναγγέλλοντας πολέμους και διχόνοια στους ανθρώπους(45).

 Στύγα και Αμέλης ποταμός

Στο τελευταίο βιβλίο της "Πολιτείας"  (στην "διήγηση του Ηρός του Αρμενίου") αναφέρεται για πρώτη φορά σε γραπτό κείμενο της αρχαιότητας ο Αμέλης ποταμός, ο χθόνιος ποταμός της λήθης(46). Σύμφωνα με τον Ζαν-Πιέρ Βερνάν, είναι ο Πλάτων που επινόησε (βασιζόμενους στους μύθους για την Στύγα) τον Αμέλη ποταμό ως σύμβολο της αμέλειας· (που στο φιλοσοφικό του σύστημα δήλωνε την απουσία πνευματικής ανησυχίας ή την φυλακισμένη στο σώμα και στην ροή του χρόνου ψυχή).(47)

© Χρήστος Μπελόπουλος

(Παραλλαγή του άρθρου δόθηκε για δημοσίευση από τον υπογράφοντα και στην ελληνική Βικιπαίδεια)


Σημειώσεις


1. Η λέξη στύξ  συνδέεται με το ρήμα στυγέω  (που σημαίνει μισώ και αποστρέφομαι) από το οποίο προέρχονται επίσης τα επίθετα στυγνός και στυγερός. Στύγα είναι στην κυριολεξία η Μισητή, η Φρικαλέα. (Ι. Σταματάκου, Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Βιβλιοπρομηθευτική, 1994.) 

2. Καλλίμαχος, Ύμνος εἰς Δία, 33-36:
          "Νέδῃ δε […] πρεσβυτάτῃ Νυμφέων […]
           πρωτίστῃ γενεῇ μετά γε Στύγα τε Φιλύρην τε".

3. Ησίοδος, Θεογονία, 361-363:
          "καὶ Στύξ, ἣ δή σφεων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων.
          Αὗται δ᾽ Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος  ἐξεγένοντο
          πρεσβύταται κοῦραι· πολλαί γε μέν εἰσι καὶ ἄλλαι".

4. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 2,2:
          "ἐγένοντο δὲ Τιτάνων ἔκγονοι Ὠκεανοῦ μὲν καὶ Τηθύος  Ὠκεανίδες, Ἀσία Στὺξ Ἠλέκτρα
           Δωρὶς Εὐρονόμη Ἀμφιτρίτη Μῆτις […]".

5. Υγίνος, Fabulae, proefatio I.

6. Ο Κ. Κερένυϊ (στην "Μυθολογία" του) κάπου γράφει πως ήταν κόρη της Θέτιδος  και κάπου αλλού κόρη της Τηθύος. Αλλά, όπως σημειώνει ο ίδιος (σελ. 53): " λίγο ξέρει κανείς αν η Τηθύς, η Θέτις και η Ευρυνόμη δεν είναι η παρουσία της ίδιας θεάς, εκείνης μάλιστα που τριπλά συνδέεται με τη θάλασσα και ονομάζεται διαφορετικά, ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο". (Η Μυθολογία των Αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996)

7. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 3,1:
          "Ζεὺς […] γεννᾷ […] ἐκ δὲ Στυγὸς Περσεφόνην".

8. Το όνομα της θεότητας αυτής , στη μετάφραση της "Μυθολογίας"  του Κερένυϊ, αποδίδεται ως ο Κράτος  (στο αρσενικό γένος). Απόδοση ίσως προτιμότερη στα νεοελληνικά, αφού στην αρχαιότητα η λέξη "το κράτος (ή το κάρτος)"  δεν είχε ακριβώς την ίδια με την σημερινή της σημασία (σήμαινε: ισχύς, δύναμη, ανδρεία - Λεξικόν Σταματάκου).

9. Ησίοδος, Θεογονία, 383-385:
          "Στὺξ δ᾽ ἔτεκ᾽ Ὠκεανοῦ θυγάτηρ Πάλλαντι  μιγεῖσα
           Ζῆλον  καὶ Νίκην  καλλίσφυρον ἐν μεγάροισιν·
           καὶ Κράτος  ἠδὲ Βίην  ἀριδείκετα γείνατο τέκνα".

          ("Κι' η Στύγα η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας με τον Πάλλαντα
           έκανε στ' ανάκτορα το Ζήλο  και την καμαροπερπάτητη τη Νίκη,
           κι' έκαμε και το Κράτος  και τη Βία,  τα πολυξάκουστα παιδιά της."
          Μτφ. Π. Λεκατσάς, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος) 

10. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 2,4:
          "ἐγένετο […] Πάλλαντος δὲ καὶ Στυγὸς Νίκη Κράτος Ζῆλος Βία".

11. Στο "Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας"  του Α. Ραγκαβή (λήμμα: "κράτος" ), στην ησιόδεια τετράδα των παιδιών της Στυγός και του Πάλλαντα, το όνομα του Ζήλου αντικαθίσταται από αυτό του Φόβου. Ως αδελφός(;) του Κράτους αναφέρεται ο Φόβος και στο εισαγωγικό σημείωμα του "Προμηθέα Δεσμώτη"  των εκδόσεων Κάκτου.

12. Υγίνος, Fabulae, proefatio XVII.

13. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Αρκαδικά, 18.1, 18.2:
         "Ἐπιμενίδης δὲ ὁ Κρὴς εἶναι μὲν καὶ οὗτος θυγατέρα Ὠκεανοῦ τὴν Στύγα ἐποίησε, συνοικεῖν     δὲ αὐτὴν οὐ Πάλλαντι, ἀλλὰ ἐκ Πείραντος Ἔχιδναν  τεκεῖν, ὅστις δὴ ὁ Πείρας  ἐστί".
         ("Ο κρητικός Επιμενίδης αναφέρει και αυτός τη Στύγα ως κόρη του Ωκεανού, όχι όμως και ως σύζυγο του Πάλλαντα· λέει πως γέννησε την Έχιδνα από τον Πείραντα, όποιος κι αν είναι ο Πείρας".)

14. Ησίοδος, Θεογονία, 775-779:
          "Ἔνθα δὲ ναιετάει στυγερὴ θεὸς ἀθανάτοισι
          δεινὴ Στύξ, θυγάτηρ ἀψοῤῥόου Ὠκεανοῖο
          πρεσβυτάτη· νόσφιν δὲ θεῶν κλυτὰ δώματα ναίει
          μακρῇσιν πέτρῃσι κατηρεφέ᾽· ἀμφὶ δὲ πάντη
          κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται".

15. Ησίοδος, Θεογονία, 797-401:
          "Ἦλθε δ᾽ ἄρα πρώτη Στὺξ ἄφθιτος Οὔλυμπόνδε
           σὺν σφοῖσιν παίδεσσι φίλου διὰ μήδεα πατρός.
           Τὴν δὲ Ζεὺς τίμησε, περισσὰ δὲ δῶρα ἔδωκεν.
           Αὐτὴν μὲν γὰρ ἔθηκε θεῶν μέγαν ἔμμεναι ὅρκον,
           παῖδας δ᾽ ἤματα πάντα ἕο μεταναιέτας εἶναι".

16.  Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 2,5:
          "τὸ δὲ τῆς Στυγὸς ὕδωρ ἐκ πέτρας ἐν Ἅιδου ῥέον Ζεὺς ἐποίησεν ὅρκον, ταύτην αὐτῇ
          τιμὴν διδοὺς ἀνθ᾽ ὧν αὐτῷ κατὰ Τιτάνων μετὰ τῶν τέκνων συνεμάχησε".

17. Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, εκδ. Κάκτος, 1992.

18. Βιργίλιος, Αινειάδα, 6, 439.

19. Ησίοδος, Θεογονία, 786:
          "ὅτ᾽ ἐκ πέτρης καταλείβεται ἠλιβάτοιο ὑψηλῆς".

20. Πλάτων, Φαίδων, 113c:
          "ὁ τέταρτος ἐκπίπτει εἰς τόπον πρῶτον δεινόν τε καὶ ἄγριον, ὡς λέγεται, χρῶμα δ’ ἔχοντα 
           ὅλον οἷον ὁ  κυανός, ὃν δὴ ἐπονομάζουσι Στύγιον, καὶ τὴν λίμνην ἣν ποιεῖ ὁ ποταμὸς 
           ἐμβάλλων, Στύγα".

21. Στάτιος, Αχιλληίς, Βιβλίον 1, (126 και 467 αγγλικής μετάφρασης).

22. Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίον ΙΔ, 2.7:
          "Ἐκαλεῖτο δ᾽ ἡ Ῥόδος […] Τελχινὶς ἀπὸ τῶν οἰκησάντων Τελχίνων  τὴν νῆσον͵ οὓς οἱ μὲν 
           βασκάνους φασὶ καὶ γόητας θείωι καταρρέοντας τὸ τῆς Στυγὸς ὕδωρ ζώων τε καὶ φυτῶν 
           ὀλέθρου χάριν".

23. J.-P. Vernant & M. Detienne, Μήτις (σελ.149), Δαίδαλος, 1993.

24. Ησίοδος, Θεογονία, 782-806.

25. J.-P. Vernant, Το Βλέμμα του Θανάτου, Αλεξάνδρεια, 1992.

26. Όμηρος, Ἰλιάς, Ραψωδία O , 36-38.

27. Όμηρος, Οδύσσεια, Ραψωδία Ε, 184-186.

28. Ομηρικός Ύμνος, Εἲς Ἀπόλλωνα (Δήλιον), 84-86.

29. Όμηρος, Οδύσσεια, μετάφραση Α. Εφταλιώτη.

30. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίον 8 (Αρκαδικά), 17.6.

31. Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, Βιβλίο Ζ (Ερατώ), 74-1:
          "καὶ δὴ καὶ ἐς Νώνακριν πόλιν πρόθυμος ἦν τῶν Ἀρκάδων τοὺς προεστεῶτας ἀγινέων
           ἐξορκοῦν τὸ Στυγὸς ὕδωρ".

32. Α. Ραγκαβή, Λεξικό Ελληνικής Αρχαιολογίας, εκδ. Κωνσταντινίδης, Αθήναι, 1888.

33. Ε. Κουρτίου, Ομηρικόν Λεξικόν, εκδ. Κωνσταντινίδης, Αθήναι,1888.

34. Ηρόδοτος,Ἱστορίαι, Βιβλίο Ζ (Ερατώ), 74-2:
           "ὕδωρ ὀλίγον φαινόμενον ἐκ πέτρης στάζει ἐς ἄγκος, τὸ δὲ ἄγκος αἱμασιῆς τις περιθέει
             κύκλος".

35. Πτολεμαίος Χέννος, Καινή Ιστορία, Βιβλίον 3, (Βιβλιοθήκη Φωτίου, 190):
          "Ὅτι περὶ τοῦ ἐν Ἀρκαδίᾳ Στυγὸς ὕδατος οὕτω φασίν, ὡς Δημήτηρ πενθοῦσα τὴν θυγατέρα,
           ἐπεὶ Ποσειδῶν αὐτὴν ἐν κατηφείᾳ οὖσαν ἐπείρα, εἰς ἵππον ἑαυτὴν μετεμόρφωσε χαλεπήνασα,
           ἐλθοῦσα δ´ ἐπὶ τὴν πηγὴν καὶ θεασαμένη τὴν μορφὴν ἐστύγησέ τε καὶ τὸ ὕδωρ μέλαν
           ἐποίησε".

36. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίον 8 (Αρκαδικά),18.3, 18.6:
          "θάνατον δὲ τὸ ὕδωρ φέρει τοῦτο καὶ ἀνθρώπῳ καὶ ἄλλῳ ζῴῳ παντί. λέγεται δὲ ὅτι γένοιτό
          ποτε ὄλεθρος ἀπ᾽ αὐτοῦ καὶ αἰξίν, αἳ τοῦ ὕδατος ἔπιον πρῶτον: χρόνῳ δὲ ὕστερον ἐγνώσθη
          καὶ εἰ δή τι ἄλλο πρόσεστι τῷ ὕδατι τῶν ἐς θαῦμα ἡκόντων.
          ὕαλος μέν γε καὶ κρύσταλλος καὶ μόρρια καὶ ὅσα ἐστὶν ἀνθρώποις ἄλλα λίθου ποιούμενα καὶ
          τῶν σκευῶν τὰ κεραμεᾶ, τὰ μὲν ὑπὸ τῆς Στυγὸς τοῦ ὕδατος ῥήγνυται: κεράτινα δὲ καὶ ὀστέινα
          σίδηρός τε καὶ χαλκός, ἔτι δὲ μόλιβδός τε καὶ κασσίτερος καὶ ἄργυρος καὶ τὸ ἤλεκτρον ὑπὸ
          τούτου σήπεται τοῦ ὕδατος. τὸ δὲ αὐτὸ ἐν μετάλλοις τοῖς πᾶσι καὶ ὁ χρυσὸς πέπονθε: καίτοι γε
          καθαρεύειν γε τὸν χρυσὸν ἀπὸ τοῦ ἰοῦ ἥ τε ποιήτρια μάρτυς ἐστὶν ἡ Λεσβία καὶ αὐτὸς ὁ
          χρυσὸς ἐπιδείκνυσιν.
          ἔδωκε δὲ ἄρα ὁ θεὸς τοῖς μάλιστα ἀπερριμμένοις κρατεῖν τῶν ὑπερηρκότων τῇ δόξῃ. τοῦτο
          μὲν γὰρ τὰ μάργαρα ἀπόλλυσθαι πέφυκεν ὑπὸ τοῦ ὄξους, τοῦτο δὲ τὸν ἀδάμαντα λίθων ὄντα
          ἰσχυρότατον τοῦ τράγου κατατήκει τὸ αἷμα: καὶ δὴ καὶ τὸ ὕδωρ οὐ δύναται τῆς Στυγὸς ὁπλὴν 
          ἵππου βιάσασθαι  μόνην, ἀλλὰ ἐμβληθὲν κατέχεταί τε ὑπ᾽ αὐτῆς καὶ οὐ διεργάζεται τὴν
          ὁπλήν".

37. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασης, Βιβλίο έβδομο, 27.1-27.2:
          "Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα οἶδα ἀναγεγραμμένα ὑπὲρ τῆς Ἀλεξάνδρου τελευτῆς͵ καὶ φάρμακον ὅτι
          ἐπέμφθη παρὰ Ἀντιπάτρου Ἀλεξάνδρῳ καὶ ἐκ τοῦ φαρμάκου ὅτι ἀπέθανε· καὶ τὸ φάρμακον
          ὅτι Ἀριστοτέλης μὲν Ἀντιπάτρῳ ἐξεῦρε δεδοικὼς ἤδη Ἀλέξανδρον Καλλισθένους ἕνεκα͵
          Κάσανδρος δὲ ὁ Ἀντιπάτρου ἐκόμισεν· οἱ δὲκαὶ ὅτι ἐν ἡμιόνου ὁπλῇ ἐκόμισε καὶ τοῦτο
          ἀνέγραψαν.
           δοῦναι δὲ αὐτὸ Ἰόλλαν τὸν ἀδελφὸν Κασάνδρου τὸν νεώτερον· εἶναι γὰρ οἰνοχόον
         βασιλικὸν τὸν Ἰόλλαν ..."

38. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος, 77:
           "Φαρμακείας δ’ ὑποψίαν παραυτίκα μὲν οὐδεὶς ἔσχεν, ἕκτῳ δ’ ἔτει φασὶ μηνύσεως γενομένης
          τὴν Ὀλυμπιάδα πολλοὺς μὲν ἀνελεῖν, ἐκρῖψαι δὲ τὰ λείψανα τοῦ Ἰόλα τεθνηκότος, ὡς τούτου
          τὸ φάρμακον ἐγχέαντος. οἱ δ’ Ἀριστοτέλην φάσκοντες Ἀντιπάτρῳ σύμβουλον γεγενῆσθαι τῆς
          πράξεως καὶ ὅλως δι’ ἐκείνου κομισθῆναι τὸ φάρμακον Ἁγνόθεμίν τινα διηγεῖσθαι λέγουσιν
          ὡς Ἀντιγόνου τοῦ βασιλέως ἀκούσαντα· τὸ δὲ φάρμακον ὕδωρ εἶναι ψυχρὸν καὶ παγετῶδες,
          ἀπὸ πέτρας τινὸς ἐν Νωνάκριδι  οὔσης ἣν ὥσπερ δρόσον λεπτὴν ἀναλαμβάνοντες εἰς ὄνου
          χηλὴν ἀποτίθενται τῶν γὰρ ἄλλων οὐδὲν ἀγγείων στέγειν, ἀλλὰ διακόπτειν ὑπὸ ψυχρότητος
          καὶ δριμύτητος. οἱ δὲ πλεῖστοι τὸν λόγον ὅλως οἴονται πεπλάσθαι τὸν περὶ τῆς φαρμακείας,
          καὶ τεκμήριον αὐτοῖς ἐστιν οὐ μικρόν, ὅτι τῶν ἡγεμόνων στασιασάντων ἐφ’ ἡμέρας πολλὰς
          ἀθεράπευτον τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσιν οὐδὲν ἔσχε τοιαύτης
          φθορᾶς σημεῖον, ἀλλ’ ἔμεινε καθαρὸν καὶ πρόσφατον".

39. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίον 8 (Αρκαδικά), 18.6.:
          "εἰ δὲ καὶ Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου συνέβη τὴν τελευτὴν
          διὰ τοῦ φαρμάκου γενέσθαι τούτου, σαφῶς μὲν οὐκ οἶδα, λεγόμενον δὲ οἶδα".

40. Κούρτιος Ρούφος. Ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου, τόμος 3 (LIV. X),
      γαλλική μετάφραση: A. et A. Trognon.

41. Ιουστίνος, Επιτομή των Φιλιππικών του Πομπήιου Τρόγου, Βιβλίον ΙΒ, κεφ. 14,  
       ελληνική  μετάφραση, Λειψία, 1817.

42. Εφημερίδα το Εθνος, 27-10-2010, "Τα νερά της Στυγός ο δολοφόνος".

43. "Στύξ· κρήνη εν άδου. ή ο σκώψ το όρνεον  ή όρκος θεών".

44. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, XV, 779.

45. Αντωνίνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων συναγωγή, 21, Κάκτος, 2003.
          "και εγένετο Πολυφόντη  μεν Στυξ  φθεγγόμενη νυκτός […] πολέμου και στάσεως ανθρώποις
           άγγελος".

46. Πλάτων, Πολιτεία, Ι΄,621a.

47. J-P. Vernant, Mythe et Pensée chez les Grecs, "Le fleuve Amélès et la Mélétè Thanatou", Maspero, 1965. Ελληνική μετάφραση, Μύθος και Σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα, "Ο ποταμός Αμέλης και η μελέτη του θανάτου", εκδ. Δαίδαλος - Ζαχαρόπουλος.

  

Βιβλιογραφία


Αρχαία κείμενα με αναφορές για την Στύγα

  • Αντωνίνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων συναγωγή (21), Κάκτος, 2003.
  • Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Α (2.2, 2.4, 2.5, 3.1). αρχ.
  • Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Βιβλίο Ζ (27.1, 27.2). αρχ
  • Βιργίλιος, Αινιεάδα, Βιβλίο 6 (426). αγγ. μτφ.
  • Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίον Ζ' (74.1, 74.2). αρχ. & μτφ.
  • Ησίοδος, Θεογoνία (361-363, 383-385, 775-806). αρχ. & μτφ. 337-403  & 775-806 (Σ. Γκιργκένη)
  • Ιουστίνος, Επιτομή των Φιλιππικών του Πομπηίου Τρόγου, Βιβίον ΙΒ' (κεφ. 14). μτφ.
  • Καλλίμαχος, Ύμνος εἰς Δία (33-36). αρχ.
  • Κούρτιος Ρούφος, Historiae Alexandri Magni [Ιστορίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου], Βιβλίο X. γαλ. μτφ.
  • Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, xv (779). γαλ. μτφ.
  • Οβίδιος, Fasti (Ημερολόγιον), III (793-808). γαλ. μτφ.
  • Ομήρος, Ιλιάς, Ῥαψωδία O (36-38). αρχ. & μτφ (Καζαντζάκη - Κακριδή)
  • Όμηρος, Οδύσσεια, Ῥαψωδία Ε (184-186). αρχ.μτφ. (Εφταλιώτη)
  • Ομηρικός ύμνος Εἲς [Δήλιον] Ἀπόλλωνα (84-86). αρχ.
  • Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις,  Αρκαδικά (17.6 , 18, 19.3). αρχ.   μτφ.
  • Πλάτων, Πολιτεία, Βιβλίον Ι' (621α).  αρχ.
  • Πλάτων, Φαίδων (112e–115a). αρχ. & μτφ (Ε. Παπανούτσου)
  • Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος (77). αρχ.  μτφ. (Α. Ραγκαβή)
  • Πτολεμαίος Χέννος, Καινή Ιστορία (Βιβλιοθήκη Φωτίου, 190), βιβλίον 3. αρχ & γαλ.μτφ
  • Στάτιος, Αχιλληίς, βιβλίο I. αγγ.μτφ.
  • Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλιον ΙΔ (2.7). αρχ.
  • Υγίνος, Fabulae, proefatio (I & XVII). λατ.

Σύγχρονη βιβλιογραφία

  • Κ. Κερένυϊ, Η Μυθολογία των Αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996.
  • J.-P. Vernant, Το Βλέμμα του Θανάτου, Αλεξάνδρεια, 1992.
  • P. Vernant, Mythe et Pensée chez les Grecs, "Le fleuve Ameles et la Melete  Thanatou", Maspero. (Ελλ. μτφρ.: Μύθος και Σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα, "Ο ποταμός Αμέλης και η μελέτη θανάτου".) 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *